- αλευθέρωτος
- και αλευτέρωτος, -η, -ο [λευθερώνω, λευτερώνω]1. αυτός που δεν ελευθερώθηκε, που εξακολουθεί να ζει σε κατάσταση δουλείας2. αυτός που δεν απαλλάχθηκε από το φορτίο ή τις υποχρεώσεις του3. (για εγκύους) αυτή που δεν γέννησε ακόμη.
Dictionary of Greek. 2013.